Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
|
Persephones Albtraum
Wo einst Polei spross und wilde Minze
Und die Erde ihr erstes Veilchen hervorbrachte,
dort feilschen jetzt Bauern um Zement
und fallen die Vögel tot in den Hochofen.
Schlafe, Persephone,
in den Armen der Erde
auf den Balkon der Welt
tritt nie wieder heraus!
Wo einst die Mysten andächtig ihre Hände falteten,
bevor sie zum Altar hin traten,
dort werfen jetzt die Touristen ihre Zigarettenstummel weg
und gehen die neue Raffinerie anschauen.
Schlafe, Persephone,
in den Armen der Erde
auf den Balkon der Welt
tritt nie wieder heraus!
Wo einst das Meer Segen wurde
und das Blöken auf den Wiesen ein Gebet war,
dort bringen jetzt Lastwagen auf die Werften
leere Schiffsrümpfe, Eisenteile, junge Arbeiter und Bleche.
Schlafe, Persephone,
in den Armen der Erde
auf den Balkon der Welt
tritt nie wieder heraus!
|